-
1 κατακοιμάω
κατακοιμ-άω (on the Hom. usage v. infr. 11.2):I intr., sleep, pass the night, ξεῖνόν τινα Χρήμασι πείσας κατεκοίμησε (v.l. -ισε) ἐς Ἀμφιάρεω he went to sleep there, Hdt.8.134: freq. v.l. for -κοιμίζω 11 (q.v.).II causal, put to sleep, οὐδὲ.. λάθα κατακοιμάσῃ (sc. τοὺς νόμους) S.OT 871 (lyr.); κατεκοίμησα τοὐμὸν ὄμμα ib. 1222 (lyr.); v.l. for -κοιμίσαντ ' in Pl.Smp. 223d:—[voice] Pass.,- κοιμηθεὶς ὑπὸ μέθης Them. Or.26.326b
; θυμὸς κ. ὑπὸ λογισμοῦ ib.8.110c.2 used by Hom. only in [tense] aor. [voice] Pass., sleep,κατακοιμηθῆναι Il.2.355
, Hdt.2.121.δ'; κατακοιμηθήτω Il.9.427
;κατακοιμηθέντες ἐν τῷ ἱρῷ Hdt.1.31
;ὃς ἂν ὑπαίθριος κατακοιμηθῇ Id.4.7
, cf. Plb.3.67.2 (v.l.); imper. [tense] pres.κατακοιμάσθω Ar.Th.46
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακοιμάω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский